Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2016

Όταν Τσώρτσιλ και Στάλιν χώριζαν την Ευρώπη πάνω σε μια χαρτοπετσέτα!

«...αργότερα οι δυο τους συζήτησαν και πάλι αλλά με άφησαν έξω. Το βρίσκω μυστικιστικό και αφύσικο. (...) Έμαθα πως έμειναν πολλές ώρες συζητώντας» γράφει στις 10 Οκτωβρίου 1944 στο «Μικρό Ημερολόγιό» του ο τότε πρεσβευτής της Αμερικής στη Μόσχα Άβερελ Χάριμαν. Οι «δυο τους» είναι ο Ιωσήφ Στάλιν και ο Γουίνστον Τσώρτσιλ. Ο πρεσβευτής έμαθε τι συζήτησαν στη Μόσχα εκείνο το βράδυ οι δύο ηγέτες περίπου πέντε μήνες αργότερα, όπως σημειώνει στο Ημερολόγιό του με κάποια απογοήτευση, καθώς είχε μείνει εκτός από μια «δραματική και ιστορικά καθοριστική συνάντηση». Σε αυτήν σχεδιάστηκε το μέλλον της Ευρώπης και καθορίστηκαν οι «σφαίρες επιρροής» των Δυτικών και της Σοβιετικής Ένωσης.

Η κατάρρευση της ναζιστικής Γερμανίας είναι πλέον ορατή. Το φθινόπωρο του 1944 ο Κόκκινος Στρατός έχει εισέλθει στην Πολωνία, στη Ρουμανία και στη Βουλγαρία, έχει καταλάβει τμήμα της «γερμανικής καρδιάς» (Πρωσίας) και οι συμμαχικές στρατιές στη Δύση έχουν ελευθερώσει ολόκληρη σχεδόν τη Γαλλία. Ο στρατιωτικός σύμβουλος του Στάλιν στρατηγός Αλεξέι Αντόνοφ, γράφει ο Τζέφρεϊ Ρόμπερτς στο βιβλίο του «Beware Greek Gifts», είχε ενημερώσει τους δύο ηγέτες ότι ήταν «ζήτημα δύο ή τριών μηνών» η ολοκληρωτική κατάρρευση της χιτλερικής Βέρμαχτ. Δεν έπεσε έξω. Έφθασε λοιπόν η «ώρα να συζητηθούν θέματα (...) και της μεταπολεμικής φυσιογνωμίας της Ευρώπης μας», είχε γράψει τον Ιούλιο ο υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας Άντονι Ήντεν στον σοβιετικό ομόλογό του Βιατσεσλάβ Μολότοφ. Εκείνο που δεν του έγραψε ήταν ότι η «φυσιογνωμία» της μεταπολεμικής Ευρώπης είχε ήδη συζητηθεί από τους Τσώρτσιλ και Ρούζβελτ στην Ουάσιγκτον. Έτσι, όταν ο Τσώρτσιλ έφθασε στη Μόσχα, είχε και τις απόψεις του Αμερικανού προέδρου για τη μεταπολεμική μορφή της Γηραιάς Ηπείρου. Ο Τσώρτσιλ βρήκε «έναν Στάλιν σε κατάσταση ευφορίας», γράφει στα απομνημονεύματά του. Η συνάντηση στο Κρεμλίνο - η τέταρτη των δύο ηγετών στη διάρκεια του Πολέμου - έγινε σε πολύ θερμό κλίμα. Ο Στάλιν απαρίθμησε τις επιτυχίες των σοβιετικών μηχανοκίνητων, έδωσε συγχαρητήρια στον Τσώρτσιλ για «το πνεύμα, τη δύναμη της αυτοπεποίθησης» το οποίο έδειξε η Βρετανία - που ενθουσίασαν τον Τσώρτσιλ - και δήλωσε ότι μόλις τελειώσει ο πόλεμος στην Ευρώπη θα επιτεθεί στην Ιαπωνία, κάτι το οποίο «ήταν ωραίος αιφνιδιασμός» για τον Βρετανό πρωθυπουργό.

Ύστερα από μια επιτροχάδην συζήτηση για τη δυνατότητα συνεργασίας της εξόριστης στη Βρετανία κυβέρνησης της Πολωνίας με την πολωνική κυβέρνηση που δημιούργησε η Μόσχα - «πρόβλημα» που παραπέμφθηκε στους υπουργούς Εξωτερικών των δύο χωρών - οι Τσώρτσιλ και Στάλιν πέρασαν στα προβλήματα των Βαλκανίων. Ήταν ο Τσώρτσιλ που μίλησε πρώτος και στόχευσε αμέσως στην ουσία. Οι δύο χώρες θα πρέπει να συμφωνήσουν να διαιρέσουν την Ευρώπη σε σφαίρες επιρροής - η μία χώρα να έχει «κυρίαρχη επιρροή» σε μια σφαίρα και η άλλη χώρα «κυρίαρχη επιρροή» σε άλλη σφαίρα. 

Η πρόταση ήταν «τολμηρή αλλά όχι πρωτότυπη», παραδέχθηκε χρόνια αργότερα ο Τσώρτσιλ. Για να ενισχύσει τη «θετική ατμόσφαιρα» προσέφερε στον Στάλιν ένα γενναιόδωρο deal: τη Ρουμανία, όπου ήδη είχαν προωθηθεί οι σοβιετικές δυνάμεις, έναντι της Ελλάδας. Με τη σύμφωνη επιθυμία της Αμερικής, η Ελλάδα θα έμενε εκτός της σοβιετικής σφαίρας. «Η Βρετανία πρέπει να είναι η κύρια δύναμη στη Μεσόγειο» τόνισε στον Στάλιν, ο οποίος δεν αντέδρασε.
Ο Τσώρτσιλ προχώρησε: Η Ουγγαρία και η Γιουγκοσλαβία θα ανήκουν ισότιμα 50-50 και στις δύο σφαίρες, η Ρουμανία θα είναι κατά 90% στη σοβιετική σφαίρα και 10% στη σφαίρα των Δυτικών, ενώ η Βουλγαρία θα περιέλθει κατά 75% στη σοβιετική σφαίρα επιρροής και κατά 25% στη δυτική σφαίρα. Καθώς ο Στάλιν άκουγε με προσοχή τον μεταφραστή του ο Τσώρτσιλ πήρε ένα λευκό χαρτί που ήταν πάνω στο τραπέζι μαζί με μολύβια, ποτήρια και δύο μπουκάλια κονιάκ και έγραψε με μικροσκοπικά γράμματα τις χώρες και τα ποσοστά, όπως τα είχε προτείνει. Πέρασε το χαρτί στον Στάλιν, εκείνος το διάβασε με προσοχή, ύστερα πήρε το μπλε μολύβι του και έβαλε ένα «τσικ» στο δεξί μέρος της σελίδας.
Για τον Βρετανό πρωθυπουργό «δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι ο ψυχρός Στάλιν (...) ήταν σύμφωνος», γράφει ο Τ. Β. Τσάμπερλιν στο πλούσιο σε έγγραφα εποχής βιβλίο του «The Moscow Conference 1944: Top Secret». Δεν έγινε συζήτηση για το θέμα και ο Τσώρτσιλ συνέχισε τις προτάσεις του. Η Ανατολική Πρωσία να χωριστεί στα δύο - η μισή να περάσει στη Σοβιετική Ένωση και η άλλη μισή στην Πολωνία -, οι Γερμανοί κάτοικοί της να μετακινηθούν στα ενδότερα της Γερμανίας και η Σιλεσία να περιέλθει στην Πολωνία «έναντι της απώλειας των πολωνικών εδαφών που της απέσπασε» η Σοβιετική Ένωση, σαρκάζει ο Τσάμπερλιν. Η συζήτηση κράτησε σχεδόν έξι ώρες - κατά τις 3 μετά τα μεσάνυχτα Τσώρτσιλ και Στάλιν αποσύρθηκαν.

Το μεσημέρι της επομένης ο Τσώρτσιλ έστειλε στον Στάλιν ένα κείμενο με τα συμπεράσματα της συζήτησής τους, το οποίο είχε ετοιμάσει ο Ήντεν. Ο Στάλιν υπογράμμισε τα σημεία που αφορούσαν τη σοβιετική σφαίρα επιρροής, «σοβιετοποίησε» τα ποσοστά της Ουγγαρίας και της Βουλγαρίας σε 90-10 και έστειλε το κείμενο στον Μολότοφ με εντολή «να το συζητήσει»με τον Βρετανό ομόλογό του. Η συνάντηση των δύο υπουργών δεν άλλαξε τίποτε στο κείμενο και σε αυτήν τη «σταλινική μορφή» του επικυρώθηκε αργότερα στη διάσκεψη της Γιάλτας, τον Φεβρουάριο του 1945. Ο διαχωρισμός της Ευρώπης σε σφαίρες επιρροής - λέξεις-ταμπού - καλλωπίστηκε ιστορικά ως «Διακήρυξη της Γιάλτας».

Για να ενισχύσει τη «θετική ατμόσφαιρα» ο Τσόρτσιλ προσέφερε στον Στάλιν ένα γενναιόδωρο deal: τη Ρουμανία, όπου ήδη είχαν προωθηθεί οι σοβιετικές δυνάμεις, έναντι της Ελλάδας. Με τη σύμφωνη επιθυμία της Αμερικής, η Ελλάδα θα έμενε εκτός της σοβιετικής σφαίρας. «Η Βρετανία πρέπει να είναι η κύρια δύναμη στη Μεσόγειο» τόνισε στον Στάλιν, ο οποίος δεν αντέδρασε.
(ΣΧΟΛΙΟ ΜΟΥ: ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΤΕ ΤΟ ΜΕΓΕΘΟΣ ΤΗΣ ΑΝΟΗΤΗΣ ΜΙΣΑΛΛΟΔΟΞΙΑΣ ΤΟΥ ΖΑΧΑΡΙΑΔΗ, ΕΝΩ ΥΠΗΡΞΕ ΑΥΤΗ Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΑΓΓΛΩΝ ΚΑΙ ΣΟΒΙΕΤΙΚΩΝ ΝΑ ΣΠΡΩΞΕΙ ΤΟ ΕΑΜ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΛΑΣ ΣΤΗΝ ΑΝΤΑΡΣΙΑ ΤΩΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΩΝ ΤΟ '44 ΚΑΙ ΝΑ ΟΔΗΓΗΣΕΙ ΣΤΟΝ ΣΥΜΜΟΡΙΤΟΠΟΛΕΜΟ/ΕΜΦΥΛΙΟ....!!! ΟΤΑΝ ΟΛΗ Η ΕΥΡΩΠΗ ΜΑΖΕΥΕ ΤΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΚΑΙ ΞΑΝΑΓΕΝΝΙΟΤΑΝ ΑΠΟ ΤΑ ΕΡΕΙΠΙΑ ΤΗΣ, ΕΜΕΙΣ ΞΕΚΙΝΟΥΣΑΜΕ ΕΝΑ ΠΟΛΕΜΟ ΠΟΥ ΘΑ ΔΙΑΡΚΟΥΣΕ ΟΣΟ ΔΙΗΡΚΗΣΕ ΓΙΑ ΕΜΑΣ ΚΑΙ Ο Β' ΠΠ ΜΕ ΠΟΛΥ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΟΜΩΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΘΑ ΑΛΛΑΖΕ ΜΕ ΤΙΠΟΤΑ, ΔΙΟΤΙ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΕΙΧΑΝ ΗΔΗ ΣΥΜΦΩΝΗΣΕΙ... στην φωτογραφία η περίφημη πλέον "χαρτοπετσέτα" με το μοίρασμα της Ευρώπης σε σφαίρες επιρροής...)



Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2016

ΜΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΣ Γ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Του Ελβετού δημοσιογράφου κ. Γκ. Ολιβιέρι 


 Ο Ελβετός δημοσιογράφος κ. Γκουίντο Ολιβιέρι, γνωστός και από τα άρθρα του δια των οποίων επέκρινε το καθεστώς της 7ετίας, εδημοσίευσεν υπό τον ανωτέρω τίτλον εις την εφημερίδα "24 ΩΡΑΙ" της Λωζάννης το ακόλουθον άρθρον: (Η εφημερίς "24 ΩΡΑΙ" ανήκει εις τον κεντρώον Ριζοσπαστικόν Κόμμα της Ελβετίας και έχει ημερήσιαν κυκλοφορίαν 150 χιλιάδων φύλλων, την μεγαλυτέραν εις την γαλλόφωνον Ελβετίαν). Το αναδημοσιεύομεν,χωρίς τούτον να σημαίνη ότι ο "Ελεύθερος Κόσμος" υιοθετεί απολύτως όλας τας θέσεις και τας κρίσεις του: 


 Τι απέγιναν ο πρώην δικτάτωρ Γεώργιος Παπαδόπουλος και εκείνοι που κατεδικάσθησαν μαζί του; Πέπλος βαρείας σιγής εκάλυψε την τύχην των. Το διάταγμα 518 του Ιουλίου 1974 επέβαλε αμνηστίαν δι΄όλα τα πεπραγμένα κατά την διάρκειαν της δικτατορίας. Την 18ην Ιανουαρίου του 1975 δια ψηφίσματος της Βουλής, έχοντος αναδρομικήν ισχύν, ηκυρώνετο η αμνηστία και οι κυριώτεροι παράγοντες της χούντας εδικάζοντο και κατεδικάζοντο. Η έσχατη των ποινών εξηγγέλλετο από το δικαστήριον. 
Έκτοτε, η θανατική καταδίκη δεν μετετράπη και δύναται ασφαλώς να λεχθή ότι από της ημέρας της καταδίκης οι άνδρες αυτοί διαβιούν με συνεχές άγχος πιστεύοντες, δικαίως ή αδίκως, ότι μια αλλαγή του καθεστώτος ημπορεί, δι' αυτούς, να είναι μοιραία. 
Εξ άλλου αι πληροφορίαι μου αι προερχόμεναι εξ Αθηνών, αφήνουν να γίνεται αντιληπτόν ότι αι συνθήκαι διαβιώσεως των εις τα φυλακάς είναι ιδιαιτέρως σκληραί. Βεβαιούται συγκεκριμένως ότι τα περισσότερα στελέχη της χούντας υποχρεούνται εις τον καθαρισμόν των αποχωρητηρίων των φυλακών. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται ο στρατηγός Ζωιτάκης όστις υπήρξεν "αντιβασιλεύς" και άγει τώρα το 80όν έτος της ηλικίας του. 
Πρόκειται άραγε περί πνεύματος εκδικήσεως; Τούτο θα ήτο θλιβερόν και γνωρίζων τους Έλληνας, διστάζω να το πιστεύσω. Θα πρέπει τότε να πιστεύση κανείς ότι η αμνηστία, η ανάκλησις της, η δίκη, η καταδίκη και η εν συνεχεία άρνησις της μετατροπής της θανατικής καταδίκης, οφείλεται εις καθαρώς πολιτικούς λόγους; Τούτο είναι πολύ πιθανόν. 
Ένα είναι βέβαιον. Εις την Ελλάδα ήρχισαν να κυκλοφορούν αιτήσεις απελευθερώσεως των κρατουμένων, υπογραφόμεναι από απλούς πολίτας -όπως εκείνους των χωρίων της Μεσσηνίας- και από αποστράτους αξιωματικούς. Υπομιμνήσκεται εις τας αιτήσεις αυτάς, η περίπτωσις Παναγούλη που είχεν αποπειραθή να δολοφονήση τον δικτάτορα και τρεις ημέρας έπειτα από την θανατικήν του καταδίκην, είδε μετατρεπομένην την έσχατην των ποινών που του είχε επιβληθή. Υπομιμνήσκεται ότι πολιτικοί άνδρες ανατραπέντες, δεν εγνώρισαν παρά μόνον δι' ολίγον την φυλακήν. Ζητείται κυρίως να σβησθή εξ ολοκλήρου το παρελθόν. 
Θα υπενθυμίσω, από ιδικής μου πλευράς ότι αρκετοί, ανεγνωρισμένοι βασανισταί κατεδικάσθησαν εις κωμικάς ποινάς εν σχέσει με τα καταλογισθέντα εις αυτούς, αδικήματα. Πρέπει να αναγωρίση κανείς ότι συχνά έχει τις την φοβεράν εντύπωσιν ότι η δικαιοσύνη εχρησιμοποίησεν εις την κρίσιν της, δύο διαφορετικά μέτρα και σταθμά. 
Δεν είναι φυσικώ το λόγω, ο σκοπός μου να υπερασπίσω την υπόθεσιν της απελευθερώσεως του Παπαδοπούλου και των φίλων του. Πιστεύω, όμως, ότι έχουν δικαίωμα, οι προαναφερθέντες εις μίαν ευπρεπή μεταχείρισιν, και τούτο απλώς και μόνο διότι η δημοκρατία οφείλει να αποδείξη την υπεροχήν της έναντι της δικτατορίας. Το να εξευτελίζη κανείς τους ανθρώπους δεν είναι ασφαλώς ο καλύτερος τρόπος του φέρεσθαι. 
Υπάρχουν πολλών ειδών βασανιστήρια. Τα σωματικά, αλλά και τα ηθικά. Ένας ηλικιωμένος ανήρ καθέξας ανώτατα αξιώματα εις το στράτευμα και ο οποίος καθαρίζει αποχωρητήρια υπό το ειρωνικόν βλέμμα δεσμοφύλακος ημπορεί όχι μόνον να αισθάνεται εξευτελισμόν, αλλά και τρόμον, όταν ανοιγομένης της θύρας του κελλιού του, πιστεύει ότι θα οδηγηθή, εκείθεν, εις το εκτελεστικόν απόσπασμα. 
Δικαίως εγένετο έντονος, αγών κατά των φυλακών των συνταγματαρχών. Ευχής έργον θα ήτο όπως το δημοκρατικόν καθεστώς αποδείξη με καταπελτώδη τρόπον, την ανωτερότητα του, εμφανίζουσα τον θρίαμβον του Δικαίου έναντι της πολιτικής σκοπιμότητος. Διαφορετικά, οι διεθνείς ανθρωπιστικοί οργανισμοί ας επιληφθούν του προβλήματος. Και τούτο διότι ένα σύστημα -το δημοκρατικόν- που θέλει να υποστηρίξη ότι αξίζει τον κόπον να υποστηριχθή -χωρίς να είναι τέλειον- δεν επιτρέπεται ουδέ κατ' ελάχιστον να παρουσιάζη και το ελάχιστον μειονέκτημα.

Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010

Η αληθινή ιστορία ενός στρατιώτη που έγινε αμερικανική εικόνα-είδωλο.

Όταν ακόμα και ο ηρωικός-σκληροτράχηλος "Αμερικανός" στρατιώτης, κατάγεται απο την χώρα του φωτός, του πολιτισμού και των ηρώων!

Κοιτάξτε αυτή τη φωτογραφία.



Είναι ίσως η διασημότερη φωτογραφία του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, τραβηγμένη από τον σπουδαίο Γιουτζίν Σμιθ. Δείχνει καλύτερα από κάθε άλλη τη γενναιότητα και το θάρρος του ανώνυμου Αμερικάνου φαντάρου που πολέμησε για την ελευθερία. Με το τσιγάρο να κρέμεται μάγκικα στα χείλη, και με ένα βλέμμα που τσακίζει κόκαλα, αυτός ο στρατιώτης έγινε το σύμβολο της Μεγαλύτερης Γενιάς των Αμερικάνων.

Αυτός ο στρατιώτης, όμως, δεν είναι Αμερικανός.

Λέγεται Ευάγγελος Κλωνής.

Είναι Έλληνας.


—–

Ο Ατλαντικός ήταν γκρίζος, και η συννεφιά ήταν βαριά. Υπήρχε παντού η μυρωδιά της θάλασσας, και το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ήχος των κυμάτων. Είχε φουσκοθαλασσιά, και τα αποβατικά σκάφη, τα επονομαζόμενα «σκάφη Χίγκινς», από τον ιδιοφυή μπεκρή που τα είχε σχεδιάσει, λικνίζονταν σαν καρυδότσουφλα καθώς πλησίαζαν την ακτή. Πολλοί έκαναν εμετό. Μερικοί επειδή ζαλίζονταν από τη θάλασσα.

Ο Βαγγέλης είχε στο πλάι του τον Ιρλανδό, όπως πάντα. Ήταν κολλητοί φίλοι εδώ και μήνες, απ’ το Σαουθάμπτον, όπου περίμεναν πότε θα έρθει η ώρα για την απόβαση. Στέκονταν στοιβαγμένοι μέσα στο Χίγκινς με καμιά τριανταριά άλλους, όλοι τους νέοι, ντυμένοι στα χακί, με τα κράνη στο κεφάλι, και ένα μεγάλο κόκκινο «1» στον ώμο, το σήμα της 1ης Μεραρχίας Πεζικού, της θρυλικής Big Red One.

Ήταν 6 Ιουνίου του 1944. Η D-Day.

Και ήταν 6:30 το πρωί. Αυτό ήταν το πρώτο κύμα της απόβασης της Νορμανδίας. Ο Βαγγέλης στεκόταν σιωπηλός δίπλα στον Ιρλανδό και σκεφτόταν την Κεφαλονιά. Και μετά ο πυθμένας του Χίγκινς έγδαρε την άμμο της Όμαχα Μπιτς, και η πόρτα άνοιξε, και οι φαντάροι της Big Red One ξεχύθηκαν στο σφαγείο.

—–1

Οι Κεφαλλονίτες είναι μια ιδιόμορφη κατηγορία Ελλήνων. Πολλοί τους αποκαλούν μουρλούς, και πολλοί το παραδέχονται κιόλας, αλλά το σίγουρο είναι ότι στην ιστορία τους έχουν να παρουσιάσουν τα πιο ασυνήθιστα επιτεύγματα από όλους τους Έλληνες. Ένας από αυτούς, για παράδειγμα, ο Κωνσταντίνος Γεράκης, έγινε αντιβασιλιάς στο Σιάμ. Ένας άλλος, ο Ιωάννης Φωκάς, έκανε το 1592 τον περίπλου του Καναδά και πέρασε στον Ειρηνικό, όπου το στενό ανάμεσα στο Βανκούβερ και την ηπειρωτική χώρα έχει ακόμα το όνομά του. Ένας άλλος, ο μηχανικός Μαρίνος Χαρμπούρης, κατάφερε εν έτει 1770 να μεταφέρει ένα βράχο βάρους 2000 τόνων από ένα έλος της Φινλανδίας στην Αγία Πετρούπολη. Από ότι φαίνεται, αυτή η εκλεκτή παρέα κεφαλλονιτών ηρώων πρόκειται να υποδεχτεί ένα νέο μέλος.

Ο Ευάγγελος Κλωνής γεννήθηκε στον Άγιο Γεώργιο της κοινότητας Πάστρας στις 28 Οκτωβρίου του 1916. Ήταν το δεύτερο παιδί μιας φτωχής οικογένειας που συνολικά θα αποκτούσε οκτώ. Ο Βαγγέλης άρχισε να καπνίζει όταν ήταν τεσσάρων, άρχισε να δουλεύει όταν ήταν πέντε, και παράτησε το σχολείο στην Τρίτη Δημοτικού. Στα 14 του μετακόμισε στην Αθήνα, όπου δούλευε ο μεγαλύτερος αδερφός του. Εκεί δούλεψε σαν εισπράκτορας στο λεωφορείο ενός άλλου Κεφαλλονίτη, του Γεράσιμου Αρσένη: Φορούσε την άσπρη του στολή και έκοβε τα εισιτήρια. Ότι έβγαζε το έστελνε στη μητέρα του, αλλά τα λεφτά ήταν λίγα. Μια μέρα, όταν ήταν 16 χρονών, το λεωφορείο είχε σταματήσει στον Πειραιά, και ο Βαγγέλης είδε κάτι ναύτες να βγαίνουν από ένα καράβι, να πηγαίνουν σε ένα κοντινό κρεοπωλείο, να φορτώνουν κομμάτια κρέας στον ώμο, και να τα μεταφέρουν στο καράβι. Οι ναύτες φορούσαν άσπρες στολές. Ο Βαγγέλης πήγε αμέσως στον Αρσένη, του έδωσε τις εισπράξεις της ημέρας και του είπε: «Εγώ φεύγω. Πες στη μάνα μου ότι θα της στείλω λεφτά από την Αμερική». Και πήγε στο κρεοπωλείο, και φορτώθηκε ένα κομμάτι κρέας, και μπήκε σκυφτός στο καράβι, και κρύφτηκε στα αμπάρια.

Έμεινε κρυμμένος τρεις μέρες, όταν η δίψα, η πείνα, και οι αρουραίοι τον ανάγκασαν να παραδοθεί. Είχαν ήδη περάσει το Γιβραλτάρ, και ο καπετάνιος δεν είχε επιλογή απ’ το να τον βάλει στη δουλειά, μέχρι να πιάσουν λιμάνι. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού συμπάθησε το νεαρό, και τον έβαζε τα βράδια να τους λέει τραγούδια απ’ το νησί. Ο καπετάνιος, βλέπετε, ήταν κι αυτός κεφαλλονίτης. Όταν έφτασαν στο Λος Άντζελες, ο καπετάνιος προσφέρθηκε να εξασφαλίσει χαρτιά στον Βαγγέλη, για να τον κάνει ναυτικό, αλλά αυτός δεν ήθελε. Έτσι τον αποχαιρέτησε δίνοντάς του ένα τελευταίο δώρο, που θα τον διευκόλυνε να περάσει από τον τελωνειακό έλεγχο. Ο Βαγγέλης δεν ήξερε λέξη αγγλικά, και δεν είχε κανένα χαρτί πάνω του, έτσι όταν ήρθε η σειρά του, έκανε τον κωφάλαλο, και δεν απαντούσε σε καμία ερώτηση. Οι υπάλληλοι τον άφησαν να περάσει, επειδή ήταν όμορφος και σοβαρός, και επειδή φορούσε ένα εντυπωσιακό, επίσημο κοστούμι.

Στο Λος Άντζελες έπιασε δουλειά στο ανθοπωλείο ενός άλλου κεφαλονίτη, του Σπύρου Στεφανάτου (ο οποίος σήμερα ζει στην Κεφαλονιά –είναι 94 χρονών). Η πόλη όμως δεν του άρεσε –είχε πολύ κόσμο, και δεν είχε συνηθίσει. Μετακόμισε στο Ντένβερ του Κολοράντο, όπου δούλευε σαν πιατάς σε ένα εστιατόριο, και κάποια στιγμή πήρε και μια δικιά του καντίνα με χοτ-ντογκ και τα πούλαγε στο δρόμο. Εκτός από την ωριμότητα που είχε αποκτήσει δουλεύοντας τόσα χρόνια, μια ωριμότητα που τον έκανε να φαίνεται πολύ μεγαλύτερος από ότι ήταν, είχε και τα γονίδια με το μέρος του. Καθώς άφηνε πίσω τον εφηβικό εαυτό του, μεταμορφωνόταν σε έναν πολύ εντυπωσιακό άντρα. Δεν ήταν πολύ ψηλός, ούτε ιδιαίτερα μεγαλόσωμος, αλλά είχε πολύ καθαρό, αρρενωπό πρόσωπο, και ένα έντονο βλέμμα που έκανε αμέσως εντύπωση στις κοπελιές. Μια ελληνοπούλα τον ερωτεύτηκε, και ήθελε να τον παντρευτεί. Αυτός όμως αρνήθηκε –υποστήριξε ότι ήταν μικρός ακόμα, και έπρεπε να βοηθήσει την οικογένειά του στην Ελλάδα. Οπότε αυτή τον απείλησε ότι θα τον καταδώσει στις Αρχές, καθώς εξακολουθούσε να ζει και να δουλεύει στη χώρα παράνομα.

Ο Βαγγέλης έφυγε από το Ντένβερ και πήγε στο Σικάγο, όπου δούλεψε σε εστιατόρια και μπαρ («μπάρες», όπως τα αποκαλεί ο γιος του Νίκος), αλλά δεν του άρεσε καθόλου το κρύο, έτσι έφυγε κι από εκεί και πήγε στο Χιούστον. Εκεί τον ενοχλούσε η υγρασία, οπότε επέστρεψε στο Ντένβερ, όπου το κλίμα του άρεσε, ελπίζοντας ότι η κοπελιά θα είχε βρει κάποιον άλλο, και θα τον άφηνε ήσυχο. Έτσι έγινε, αλλά δεν έμελλε να μείνει ούτε εκεί για πολύ. Ένας κεφαλλονίτης φίλος του πρότεινε να πάνε στη Σάντα Φε του Νιου Μέξικο για να βρούνε κάποιους φίλους (κεφαλλονίτες φυσικά), και τον ακολούθησε.

Η Σάντα Φε τότε είχε 8000 κατοίκους, από τους οποίους οι 800 ήταν Έλληνες. Η κοινότητα ήταν πολύ ζωντανή, και όλα τα εστιατόρια, τα μπαρ και τα κοσμηματοπωλεία ήταν ελληνικά. Ο Βαγγέλης λάτρεψε το μέρος –όλα εκεί, ακόμα και το κλίμα, του θύμιζαν Ελλάδα. Ένας Ζακυνθινός, ο Παναγιώτης Πομόνης, τον πήρε στη δουλειά του, σε ένα μπαρ-εστιατόριο που είχε. Αυτός και η γυναίκα του Ελένη τον δέχτηκαν σαν παιδί τους, και ο Βαγγέλης τους το ανταπέδωσε δουλεύοντας σκληρά. Οι δουλειές πήγαιναν καλά, και ο Βαγγέλης γρήγορα έγινε συνέταιρος στο μαγαζί. Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα: Εξακολουθούσε να είναι παράνομος. Όταν άρχισε ο Πόλεμος, βγήκε ένα νέο διάταγμα που καλούσε τους παράνομους μετανάστες να καταταγούν, με αντάλλαγμα την αμερικανική υπηκοότητα. Έτσι ο Βαγγέλης Κλωνής αποφάσισε να πάει στον πόλεμο.



«Ο πατέρας μου ποτέ δεν μίλαγε για τον πόλεμο», λέει ο Νίκος Κλωνής, ο δεύτερος από τους τρεις γιους το Βαγγέλη. «Δεν του άρεσε να λέει ιστορίες γι’ αυτά τα πράγματα. Και μερικές φορές, όταν τον ρωτάγαμε επίμονα, μας μάλωνε».

Η θητεία του Βαγγέλη Κλωνή είναι ένα μεγάλο μυστήριο, όχι τόσο για τα (πολλά) πράγματα που δεν ξέρουν ούτε οι πιο κοντινοί του άνθρωποι, αλλά για τις λεπτομέρειες που είναι γνωστές και επιβεβαιωμένες, οι οποίες συνθέτουν μια ημιτελή, αλλά απίστευτη ιστορία. Αυτά που ξέρουμε, από τις ιστορίες που είπε στα παιδιά του, από τα αντικείμενα που άφησε πίσω του, και από διάφορα στοιχεία από επίσημα αρχεία που έχουν ανακαλύψει οι δικοί του, πληροφορίες ανεπιβεβαίωτες αλλά πιθανότατα αληθινές, είναι τα εξής: Ο Βαγγέλης Κλωνής, μετά την κατάταξή του, ταξίδεψε στο Fort Bliss στο Τέξας όπου εκπαιδεύτηκε με το στρατό ξηράς. Χάρη στις εντυπωσιακές του επιδόσεις (ήταν άριστος σκοπευτής) τον έστειλαν στην Βιρτζίνια, στη Βάση των Πεζοναυτών. Εκεί τον κορόιδευαν επειδή δεν ήξερε καλά αγγλικά και επειδή δεν ήταν μεγαλόσωμος, στο γνωστό πνεύμα της εκπαίδευσης και της σκληραγώγησης, αλλά ο Κλωνής ήταν πλέον 25 χρονών και από αυτά είχε δουλέψει στα 20, οπότε δεν ήταν ιδιαίτερα δεκτικός σε τέτοιου είδους εκπαίδευση, και δεν χρειαζόταν άλλη σκληραγώγηση. Πλακώθηκε με κάμποσους σκληροτράχηλους marines, και τελικά μετατέθηκε πίσω στο Στρατό Ξηράς. Φεύγοντας έκλεψε αυτά τα λουριά που χρησιμοποιούσαν οι πεζοναύτες για να δένουν το καμουφλάζ στα κράνη τους. Του άρεσαν πιο πολύ από το δίχτυ που έβαζαν στο στρατό ξηράς, κι αυτό ήταν το μόνο πράγμα που κράτησε από τους Πεζοναύτες.

Στη συνέχεια πήγε στη Γιούμα της Αριζόνα, όπου εκπαιδεύτηκε στην έρημο, και μετά επέστρεψε στη Βάση της Βιρτζίνια με το Στρατό. Η εκπαίδευσή του είχε πια τελειώσει, και περίμενε να ακούσει που θα τον στείλουν, πιθανότατα στον Ειρηνικό, όταν ένας βαθμοφόρος ήρθε και τον βρήκε και του ζήτησε να μιλήσουν ιδιαιτέρως. «Σου έχω άσχημα νέα», του είπε. «Οι Γερμανοί σκότωσαν την οικογένειά σου στην Ελλάδα. Δεν έζησε κανείς. Μπορείς, αν θέλεις, να πάρεις μια άδεια και να επιστρέψεις στο σπίτι σου στην Σαντα Φε». Ο Βαγγέλης δεν ήθελε να πάει στην Σάντα Φε, μπορούσε να κλάψει κι εκεί που ήταν. Ζήτησε μόνο ένα πράγμα: «Στείλτε με στην Ευρώπη. Θέλω να πάω στους Γερμανούς».

Ο πρώτος σταθμός του Κλωνή στον πόλεμο ήταν στην Βόρεια Αφρική. Πολέμησε στην Τυνησία, πράγμα που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι είχε ήδη ενσωματωθεί στην 1η Μεραρχία Πεζικού, η οποία «καθάρισε» αυτό το μέτωπο στις 9 Μαΐου του ’43, με την παράδοση 40.000 Γερμανών των «Afrika Korps». Στη συνέχεια η Big Red One προχώρησε στη Σικελία την οποία απελευθέρωσε, και μετά επέστρεψε στην Αγγλία, για να προετοιμαστεί για μια άλλη μεγάλη αποστολή: Την απόβαση στη Νορμανδία. Στο Σαουθάμπτον ο Κλωνής περνούσε την ώρα του κάνοντας βόλτες με τον Ιρλανδό φίλο του (το όνομα του οποίου παραμένει άγνωστο) και παίζοντας μπαρμπούτι. Πέρασε μερικούς μήνες σχετικά ξένοιαστους, με διαλείμματα έντασης όταν οι Γερμανοί αποφάσιζαν να βομβαρδίσουν. Σε έναν από τους βομβαρδισμούς, ο Βαγγέλης πήρε στα χέρια του ένα 12χρονο τραυματισμένο κορίτσι, και το πήγε στον Ερυθρό Σταυρό. Το κορίτσι πέθανε λίγα λεπτά αργότερα, και ο Βαγγέλης πήρε το θέμα προσωπικά: Καβάλησε ένα αντιαεροπορικό και άρχισε να ρίχνει Γερμανικά αεροπλάνα μόνος του.

Καθώς έμπαινε το καλοκαίρι του ’44, οι συμμαχικές δυνάμεις προετοιμάζονταν για την μεγάλη και κρίσιμη Επιχείρηση Overlord, που θα περιλάμβανε τη μαζική απόβαση στις ακτές τις Γαλλίας. Θα ήταν μια επιχείρηση δύσκολη, γιατί οι Γερμανοί την περίμεναν. Από την έκβασή της θα κρινόταν η πορεία του πολέμου. Στις 4 Ιουνίου του ’44, δύο μέρες πριν από την D-Day, ο Στρατηγός Άιζενχάουερ που είχε αναλάβει την διοίκηση της συμμαχικής στρατιάς, επισκέφθηκε τους στρατιώτες στο Σαουθάμπτον και κουβέντιασε μαζί τους. Ο Βαγγέλης έσπευσε να δώσει τα διαπιστευτήριά του, σε μια συνομιλία που μου μετέφερε ο γιος του: «Εγώ δεν είμαι Αμερικάνος», είπε. «Έρχομαι από την Ελλάδα. Οι Γερμανοί σκότωσαν όλη μου την οικογένεια. Θα πάω στη μάχη, και δεν με νοιάζει αν πεθάνω». «Είσαι Αμερικάνος γιατί φοράς τη στολή μας», του απάντησε ο Άικ. «Θα πολεμήσεις για την καινούρια σου πατρίδα, αλλά μετά θα γυρίσεις, για να γευτείς τους καρπούς της νίκης». Και ο Βαγγέλης Κλωνής έκανε ακριβώς αυτό.

Μετά την απόβαση, τα αμερικανικά στρατεύματα διέσχισαν τη Γαλλία. Ο Βαγγέλης πολέμησε στη Μάχη των Αρδεννών στο παγωμένο Βέλγιο, μια πολύ σημαντική σύγκρουση, όπου οι Σύμμαχοι κινδύνευσαν να χάσουν τον πόλεμο. Μέχρι εκείνο το σημείο πιθανότατα εξακολουθούσε να υπηρετεί με την Big Red One, αλλά στα πράγματά του οι δικοί του βρήκαν και ένα άλλο σήμα, το σήμα των Tigers, που επισήμως ήταν γνωστοί ως 10η Μεραρχία Τεθωρακισμένων και επίσης συμμετείχαν στη Μάχη. Στα προσωπικά του αντικείμενα βρέθηκαν ακόμα τρεις διαφορετικές στολές, και τα στοιχεία συμφωνούν ότι υπηρέτησε επίσης στην 82η και την 101η Μεραρχία Αεροπορίας, και στην 654η Μεραρχία Πυροβολικού. Δεν υπάρχει ακόμα εξήγηση για το πώς ένας στρατιώτης θα μπορούσε να πολεμήσει με τόσες διαφορετικές Μεραρχίες. Οι ενδείξεις δείχνουν ότι η θητεία του Βαγγέλη Κλωνή δεν ήταν καθόλου τυπική ή φυσιολογική. Ο Κλωνής πολέμησε στην Αυστρία, την Πολωνία, τη Γερμανία, μπήκε στο Βερολίνο και το Παρίσι, ενώ υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι πήγε και στον Ειρηνικό. Για τίποτα από όλα αυτά δεν μιλούσε, όμως, δεμένος από όρκους και διαταγές. Υπάρχουν πολλά στοιχεία που συνηγορούν ότι δεν ήταν ένας απλός φαντάρος. Πήρε ασυνήθιστα πολλά μετάλλια (η οικογένειά του αυτό τον καιρό προσπαθεί να εντοπίσει ακριβώς πόσα και ποια), και δέχτηκε και μια θερμότατη ευχαριστήρια επιστολή από τον Πρόεδρο Τρούμαν με ιδιόχειρη υπογραφή. Ο Νίκος Κλωνής έχει ρωτήσει δεκάδες βετεράνους, αλλά ακόμα δεν έχει βρει κανένα που έλαβε τέτοια επιστολή μετά τον πόλεμο.

Κάτι άλλο που ξέρουμε είναι ότι κάποια στιγμή, το 1945, βρέθηκε έξω από το Βερολίνο και, υψηλόβαθμος πλέον, πήρε μια απόφαση που έμελλε να τον οδηγήσει στο στρατοδικείο. Σύμφωνα με την ιστορία που εξομολογήθηκε στους γιους του, η ομάδα του, που συνοδευόταν από τεθωρακισμένα, είχε αποκλειστεί από έναν ορμητικό χείμαρρο που είχε 6-7 μέτρα βάθος, και δεν μπορούσε να προχωρήσει. Ήξεραν ότι μια μεγάλη δύναμη Γερμανών πλησίαζε –υπολόγιζαν ότι είχαν δύο ώρες να απομακρυνθούν πριν τους φτάσουν, αλλά δεν μπορούσαν να περάσουν το χείμαρρο. Σε εκείνο το σημείο είχε γίνει μια μάχη, και υπήρχαν πολλοί νεκροί τριγύρω. «Ήταν απάνθρωπο», ομολόγησε ο Βαγγέλης Κλωνής, «αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα άλλο. Δυο ώρες είχαμε. Κατ τότε το μυαλό μου πήρε μια κεφαλλονίτικη στροφή». Έδωσε τη διαταγή, και οι φαντάροι γέμισαν το χείμαρρο με πτώματα Αμερικάνων και Γερμανών, για να μπορέσουν να περάσουν τα τεθωρακισμένα από πάνω τους.

Λίγους μήνες αργότερα, στην οικογένεια του Πομόνη έφτασε ένα γράμμα από το Υπουργείο Αμύνης: Η κυβέρνηση, μετά λύπης, ενημέρωνε τους συγγενείς και τους φίλους ότι ο Βαγγέλης είχε σκοτωθεί. Στο εστιατόριο έγινε ένα μεγάλο μνημόσυνο, και όλοι οι Έλληνες περνούσαν από εκεί για να κλάψουν. Μόνο σε μια γωνιά καθόταν και έπινε ένας Κεφαλονίτης, ο Θεοδωράτος, και έμοιαζε να μην ασχολείται. Τον ρώτησαν γιατί δεν λυπάται για τον φίλο του, και αυτός τους κοίταξε και απάντησε: «Τι να σας πω ρε μαλάκες. Αυτός ζει. Μια των ημερών θα ανοίξει την πόρτα και θα μπει μέσα. Είναι μεγάλος κερατάς. Λένε μαλακίες αυτοί, δεν τον πιάνει σφαίρα το Βαγγέλη. Δεν του κάνω μνημόσυνο εγώ». Το Γενάρη του 1946, ο Βαγγέλης Κλωνής βγήκε μαζί με τους άλλους βετεράνους από το λεωφορείο και προχώρησε προς το μαγαζί του στη Σάντα Φε. Είχε χάσει την μεταλλική του ταυτότητα, και την είχαν βρει δίπλα σε ένα πτώμα.

——-3

Μετά τον πόλεμο ο Βαγγέλης συνέχισε να δουλεύει με τους Πομόνηδες, και πάντα έστελνε λεφτά στο θείο του, τον Γεράσιμο Στάβερη στην Ελλάδα. Ένα απόγευμα, όταν πήγε στο μαγαζί να δουλέψει, ένας άλλος κεφαλλονίτης που δούλευε εκεί τον πλησίασε και του έδωσε ένα γράμμα. Από την Ελλάδα.

Το γράμμα έγραφε: «Αγαπημένε μας Βαγγέλη. Δεν ξέρουμε που είσαι, εδώ και 6-7 χρόνια. Ο Στάβερης μας βοηθά, αλλά δεν ξέρουμε αν είσαι καλά και που βρίσκεσαι. Εμείς είμαστε καλά. Περάσαμε δύσκολες στιγμές στο πόλεμο, αλλά είμαστε όλοι καλά, και θέλουμε να σε δούμε. Οι γονείς σου». Ο Βαγγέλης δεν δούλεψε εκείνο το απόγευμα. Πήρε μια μπουκάλα ουίσκι και έκατσε σε μια γωνιά με ένα φίλο και έκλαιγε. Όπως είπε αργότερα: «Έκανα και ένα μνημόσυνο για τους Γερμανούς. Σκότωσα πολλούς που δεν έπρεπε να σκοτώσω».

Το 1950, ο Βαγγέλης γύρισε στην Κεφαλονιά και είδε ξανά την οικογένειά του. Ένα από τα πρώτα πράγματα που του είπε η μάνα του ήταν: «Ξέρω ότι κυνηγάς τις γυναίκες και αυτές σε κυνηγάνε, αλλά πρέπει να βρεις μια να παντρευτείς, για να μη γυρνάς σα ρεμάλι». Και βάλθηκε να τον παντρολογεί σε όλο το νησί, καθώς είχε φτάσει πια τα 34, και ήθελε να τον δει γαμπρό. Ο Βαγγέλης όμως είχε συνηθίσει τις πολλές και όμορφες γυναίκες, και της ξεκαθάρισε ότι θα πρέπει να βρεθεί κάτι πολύ ιδιαίτερο για να τον κάνει να παντρευτεί. Από όσες έβλεπε δεν του άρεσε καμία, μέχρι που πήγε στη Σκάλα και είδε την Κική.

«Όταν τον είδα, εμένα μου άρεσε», θυμάται η Κική Κλωνή, το γένος Κουρκουμέλη, η γυναίκα του. «Ήταν πολύ όμορφος, σαν movie star, σαν τον Κλαρκ Γκέιμπλ, και ακόμα καλύτερος. Ήταν κεφαλλονίτης μάγκας». Ο Βαγγέλης όταν την είδε ζήτησε να πάει αμέσως στο σπίτι του πατέρα της. Μέσα σε μια εβδομάδα είχαν αρραβωνιαστεί. Μέσα στο μήνα παντρεύτηκαν. Επέστρεψαν στην Αμερική, και έκαναν τρία παιδιά, στη Σάντα Φε. Κάποια στιγμή η JC Penney’s έκανε μια μεγάλη προσφορά και νοίκιασε το κτίριο του εστιατορίου του Πομόνη, έτσι ο Βαγγέλης έμεινε χωρίς δουλειά. Τα παιδιά πλησίαζαν και την σχολική ηλικία, οπότε πήρε την απόφαση: «Θέλω να πάω τα παιδιά στην Κεφαλονιά, να κάνουμε άλλη μια γενιά Έλληνες».

Η οικογένεια επέστρεψε στην ρημαγμένη από το σεισμό Κεφαλονιά, και πιθανότατα θα έμεναν για πάντα εδώ, αν δεν ερχόταν η χούντα. Το καθεστώς απαιτούσε τα παιδιά να πάνε στρατό, έτσι ο Κλωνής πήρε την οικογένεια και ξαναγύρισε στη Σάντα Φε. Ο Βαγγέλης είδε τα παιδιά του να μεγαλώνουν –ο μεγαλύτερος, ο Άγγελος, έχει σπουδάσει πυρηνική φυσική και δουλεύει στο Ναυτικό. Ο Νίκος, ο δεύτερος, κρατά το μπαρ Evangelo’s στο κέντρο του Σάντα Φε, που ο Βαγγέλης άνοιξε το ’70. Ο Δήμος, ο τρίτος, είναι καρδιολόγος. Όσο περνούσαν τα χρόνια, άρχισε να λέει ιστορίες από τη ζωή του στον πόλεμο, ψήγματα πληροφοριών που έδιναν στα παιδιά και τους φίλους του μια άλλη εικόνα για τον πατέρα τους.

Όσο κι αν προσπαθούσε να τις ξεχάσει, οι εμπειρίες του από τον πόλεμο τον είχαν σημαδέψει. «Μερικές φορές, όταν έβλεπε ταινίες για τον πόλεμο στην τηλεόραση, έκλαιγε», θυμάται η γυναίκα του. «Μερικές φορές γινόταν νευρικός και μόνο που τα σκεφτόταν». Ο Βαγγέλης δεν ξαναταξίδεψε με αεροπλάνο, και δεν συμπαθούσε τη φασαρία. «Την ηρεμία την έβρισκε μόνο στη Σάντα Φε και στα Κοριάνα, στην Κεφαλονιά», θυμάται η Πελαγία Στεφανάτου, η κόρη του Σπύρου. Παρ’ όλα αυτά, ο πόλεμος εξακολουθούσε να μοιάζει μια παρένθεση στη ζωή του, και οι γνωστοί του την αντιμετώπιζαν ως τέτοια, χωρίς να δίνουν πολλή σημασία. Είχαν τον Κλωνή στο μυαλό τους ως αυτό τον γλετζέ, γοητευτικό, εξωστρεφή Έλληνα, που βωμολοχούσε ακατάσχετα και λάτρευε τις παρέες και τα τραγούδια.

Ο Βαγγέλης Κλωνής πέθανε στις 18 Φεβρουαρίου του 1989. Κηδεύτηκε στα Κοριάνα, και όλοι όσοι τον ήξεραν κράτησαν μαζί τους ο καθένας τη δική του, προσωπική εικόνα γι’ αυτόν. Υπήρχε όμως μια άλλη εικόνα, πολύ διάσημη, που κυκλοφορούσε εδώ και χρόνια, αλλά κανείς δεν την είχε συνδέσει με τον Βαγγέλη. Μέχρι το 1991. «Μια μέρα», θυμάται η Κική Κλωνή, «είχα πάει με το Νίκο και τα εγγόνια μου στο εμπορικό κέντρο. Ο Νίκος είχε πάει να πάρει περιοδικά, κι εγώ πήγα με τα εγγόνια για να τους πάρω παιχνίδια. Κάποια στιγμή βλέπω το Νίκο να έρχεται τρέχοντας. «Μάνα τρέχα!» φώναζε. «Ο πατέρας!» Και εκεί, στο εξώφυλλο του περιοδικού Life, ήταν ο άντρας μου, με στρατιωτικό κράνος και ένα τσιγάρο στο στόμα, και κοίταζε βλοσυρά προς τα πίσω».

—–4

Ο Γιουτζιν Σμιθ γεννήθηκε το 1918 στο Κάνσας, και εμφάνισε μια κλίση προς τη φωτογραφία από πολύ μικρή ηλικία. Μεγαλώνοντας έγινε ένας από τους καλύτερους φωτορεπόρτερ που έζησαν ποτέ, δούλεψε για το Life, το Newsweek, και άλλες μεγάλες εκδόσεις, αποκτώντας τη φήμη του λεπτολόγου καλλιτέχνη, που ήταν πρόθυμος να δουλέψει ακόμα και δύο εβδομάδες πάνω σε μια φωτογραφία για να βγάλει το αποτέλεσμα που θέλει. Πήρε διάσημες φωτογραφίες από τον πόλεμο, ανάμεσα στις οποίες και δύο λήψεις του Βαγγέλη Κλωνή: Η φωτογραφία με το τσιγάρο, και η εικόνα με το παγούρι, η οποία πριν από λίγα χρόνια έγινε γραμματόσημο στις ΗΠΑ.

«Ο Γιουτζίν Σμιθ ήταν ένας πολύ δύσκολος άνθρωπος», μου εξηγεί ο Τζέιμς Ένιαρτ, καθηγητής φωτογραφίας στο Κολέγιο της Σάντα Φε, που τον ήξερε καλά. «Είχε δαίμονες που τον κατάτρεχαν σε όλη του τη ζωή. Ήταν μια ψυχή βασανισμένη, αλλά μπορεί αυτοί οι δαίμονες να τροφοδοτούσαν την ιδιοφυία του». Ο Ένιαρτ έζησε μαζί με τον Σμιθ τα τελευταία χρόνια της ζωής του, και ήταν δίπλα του όταν πέθανε. Έχει ήδη γράψει ένα μεγάλο βιβλίο για το έργο του, και τώρα έχει ξεκινήσει έρευνες για ένα νέο βιβλίο, στο οποίο θα μελετά τη ζωή του Σμιθ παράλληλα με τη ζωή ενός από τα θέματά του: Του Βαγγέλη Κλωνή.

«Αυτοί οι άντρες είχαν πολλές ομοιότητες», μου λέει. «Ήταν εικονοκλάστες, αψηφούσαν το θάνατο, ήταν πολύ συναισθηματικοί, διψούσαν για περιπέτεια». Είχαν ακόμα παρόμοια ηλικία και έζησαν από πολύ κοντά τον πόλεμο –και κάποια στιγμή, κατά τη διάρκειά του, συναντήθηκαν.

Αυτή η συνάντηση είναι άλλο ένα μεγάλο μυστήριο.

Οι δύο φωτογραφίες του Σμιθ φέρεται ότι πάρθηκαν στο νησί Σαϊπάν του Ειρηνικού, όπου έγινε μία από τις σημαντικότερες Αμερικανο-Ιαπωνικές μάχες του πολέμου. Υπάρχει ένα πρόβλημα, όμως: Η απόβαση στο Σαϊπάν έγινε στις 15 Ιουνίου του 1944, εννέα μέρες μετά την απόβαση στη Νορμανδία.

«Το πιο πιθανό είναι ότι ο Κλωνής έφτασε εκεί κάποια στιγμή σε μια μυστική αποστολή», λέει ο Ένιαρτ. «Αλλά δεν μπορούμε να ξέρουμε ακόμα. Ξέρω ότι ο Σμιθ ταξίδευε συχνά, και απλά πρέπει να ερευνήσουμε τα ταξίδια του και όποια στοιχεία μπορούμε να βρούμε για την θητεία του Κλωνή, ώστε να μάθουμε πότε και που πάρθηκαν οι φωτογραφίες». Στην πορεία, ο Ένιαρτ ελπίζει να μάθει περισσότερα για την υπηρεσία του Κλωνή στον πόλεμο. «Οπωσδήποτε δεν ήταν μια τυπική θητεία», μου λέει. «Συμμετείχε σε υπερβολικά πολλά θέατρα επιχειρήσεων, και είχε εκπαιδευτεί για να χρησιμοποιεί σχεδόν όλα τα όπλα και όλα τα οχήματα –μπορούσε να οδηγεί ακόμα και τανκ. Φαίνεται πως ήταν κομάντο στις Ειδικές Δυνάμεις». Τα παιδιά του Βαγγέλη Κλωνή έχουν αρχίσει ήδη να ψάχνουν όποια στοιχεία μπορούν να βρουν για τη θητεία του πατέρα τους, για να διευκολύνουν την έρευνα του Ένιαρτ, και για να μάθουν την αλήθεια. Το αποτέλεσμα, όποιο κι αν είναι, θα είναι συναρπαστικό: Θα είναι η πλήρης, αληθινή ιστορία ενός Έλληνα ήρωα.

—–5

Όλα ήταν ματωμένα. Το κύμα που έσκαγε στην αμμουδιά ήταν κόκκινο. Η αμμουδιά ήταν κόκκινη. Και μετά, όταν όλα τελείωσαν, η αμμουδιά δεν φαινόταν, είχε κρυφτεί από τα πτώματα, που στην άκρη της θάλασσας παρασέρνονταν από το κόκκινο κύμα σε ένα μακάβριο λίκνισμα.

Ο Ιρλανδός ήταν δίπλα του στην αρχή. Σέρνονταν μαζί, σαν ένας άνθρωπος, πάνω στην άμμο της Όμαχα Μπιτς, ενώ γύρω τους το μόνο που ακουγόταν ήταν οι σφαίρες: Σφαίρες που σφύριζαν στον αέρα, σφαίρες που καρφώνονταν στην παραλία με ένα κούφιο «παφ» τινάζοντας την άμμο, σφαίρες που έσκαγαν στο νερό και διαπερνούσαν τα σκάφη Χίγκινς, σφαίρες που έσκιζαν σάρκες και τσάκιζαν κόκαλα. Μία σφαίρα βρήκε τον Ιρλανδό στο μέτωπο και διέλυσε το κεφάλι του. Τα μυαλά του χύθηκαν πάνω στον Βαγγέλη.

Την 6η Ιουνίου του 1944, στην δεύτερη από τις πέντε παραλίες όπου θα γινόταν η απόβαση της Νορμανδίας, την επονομαζόμενη Όμαχα Μπιτς, μόνο ένας από τους λόχους του αμερικανικού στρατού αποβιβάστηκε στο σημείο που έπρεπε. Μόνο δύο από τα 29 τανκς που θα πλαισίωναν την απόβαση έφτασαν στην ακτή. Οι βομβαρδισμοί των προηγουμένων ημερών είχαν αστοχήσει τελείως, και έτσι πλήρεις Γερμανικές δυνάμεις φυλούσαν τους λόφους πάνω από την παραλία, και ξερνούσαν μολύβι στους αβοήθητους φαντάρους της Big Red One.

Από τους εκατό πρώτους που πάτησαν στην αμμουδιά, οι 87 σκοτώθηκαν. Μέχρι το μεσημέρι, όταν όλα ήταν κόκκινα και τα πτώματα είχαν καλύψει τα πάντα, μια χούφτα επιζώντες προσπαθούσε να ξεκολλήσει από την παραλία και να καλυφτεί στους πρόποδες των λόφων. Ο Βαγγέλης Κλωνής ήταν εκεί, μέσα στο σφαγείο, και σκεφτόταν την Κεφαλονιά. Πιθανότατα σκεφτόταν ότι δεν θα την ξανάβλεπε ποτέ. Θα επιζούσε, όμως, και θα γυρνούσε ξανά το νησί του, και θα ζούσε μια μεγάλη και γεμάτη ζωή, με τη γυναίκα του και τα παιδιά του, και θα κρατούσε για πάντα τη φωτογραφία του Ιρλανδού στο πορτοφόλι του, και θα γέλαγε και θα φώναζε και θα έπινε, και θα έβριζε σε κάθε ευκαιρία αγίους, Χριστούς και Παναγίες, και η Κική του θα του φώναζε «Θα σε κάψει ο Θεός Βαγγέλη», κι αυτός θα της απάνταγε: «Δεν με έκαψε στη Νορμανδία, τώρα θα με κάψει;»


______________


ANGELO KLONIS:
The Real-Life Story of an Army Soldier Turned American Icon




When visiting the Andrew Smith Gallery in downtown Santa Fe last summer, the sound of live Dixieland jazz lured me across the street, inside "Evangelo's," where I came face-to-face with dozens of photographs of a man I felt I knew - the man featured in the famous W. Eugene Smith photograph, the face of World War II. Younger readers will know it, too, as this man's image had been featured within the famous Masters of American Photography stamp set that was published by the United States Postal Service in 2002.


This is the story of a young Greek stowaway who lived the American Dream. It is also the story of a spirited search for documentation of his military activities by scholars in the history of photography who, along with his family, discovered more about his life during World War II than Angelo Spiros Klonis had shared with his own family.



In 1936, at age 15, Angelo left his home in Kephallonia, Greece, as a "stowaway" on a boat bound for Los Angeles, California, in search of a better life. He worked his way from Los Angeles through the western half of the country, finally to Santa Fe, New Mexico, in 1938, where he found a small European-style town with a Hispanic culture, a Greek community and a temperate climate, all of which appealed to him. He happily put down roots.


On December 7th, 1941, life in America was forever changed. Angelo was in the town plaza, a gathering place for the community, when he learned of the Japanese attack on Pearl Harbor. Fiercely loyal to his adopted homeland, Angelo tried to join the Marines the next day but was rejected as he was not a U.S. citizen. Angelo fervently wanted to help in some way at this crucial time and he next tried to join the Army. The recruitment officials said they would accept him into service, regardless of his lack of citizenship, on the condition that he pass the physical, which he breezed through.


Angelo Klonis officially entered U. S. military service on August 10, 1942, and was honorably discharged in 1945. Angelo rarely discussed his wartime experiences with his family, which was not uncommon for men of his generation. The children learned that their father went to boot camp in Ft. Bliss, Texas, and at this time was informed that the Germans had killed his family in Greece, which perhaps intensified his desire to serve and excel as a soldier. Angelo revealed little of his wartime activities until later in life, and even then only a few more tales were shared, including mention of a photographer from LIFE magazine who had taken his picture along the way.



After the war was over, assuming that his family in Greece had all died during the war, Angelo returned to his home in Santa Fe where he worked with Greek friends in the bar/restaurant business. In 1946, a letter to Angelo arrived at the Mayflower Café and Bar. It was from his mother, in her handwriting; she had heard nothing from him in nine years, and if he had survived the war, she asked, please return to Greece to see his family. Angelo cried upon learning his family had survived the war, contrary to what he had been told. He began corresponding with his family and in 1950 traveled to Greece to visit them.


It was on this trip that he met Angeliki ("Kiki"), his bride-to-be; within a month they were married. The newlyweds traveled to Santa Fe, arriving in August 1951 to work in the restaurant in which Angelo had retained part-ownership. Their family grew during these years, with three sons born in Santa Fe: Evangelo, in 1952, Nicalaos ("Nick") in 1954 and Demosthenes ("Demo") in 1955. When they lost the lease on their business in 1958, the Klonis' decided to move back to Greece and raise their children among family.


It was during this time in Greece that a small bit of Angelo's war experiences began to surface. Angelo was able to acquire the vacant lot next to the Klonis family home, and set about building a home for his own young family. Curiously, he built a house made primarily out of bamboo, unique for this region of the world. The house featured many handcrafted elements as strong design details throughout. Everyone was obviously curious as to why he chose to build a house with Polynesian elements, but Angelo never revealed why nor how he was become inspired to do so.



Angelo and his family lived in his native Greece for 10 years, and in 1969 returned to Santa Fe for the opportunity to work at the Plaza Restaurant, owned by his good friend Dennis Razatos, who was his oldest son Evangelo's godfather. Not long after, Angelo learned that a bar was for sale on San Francisco Street, just off the plaza, and in 1971 he bought the establishment and named it "Evangelo's." To give it a new look, Angelo re-designed the interior with a "South Seas" décor, lining the walls with bamboo as he had done with his home in Greece. He outfitted the wooden bar with hand-carved sea horses, seashells and other beach icons, hung lanterns from the ceiling in a "kon-tiki" style, right down to the glassware; a homespun appearance out of place for the high desert Southwest and a curiosity to all including his family, whose questions about the origins of this curious Polynesian style went unanswered. The Santa Fe Reporter did a feature story on Evangelo's on December 9, 1976, entitled "South Seas, West San Francisco," referring to Evangelo's theme and location.


"Evangelo's" became the focus of life for the Klonis family, with the sons joining their parents after school and on weekends. Nick, then a young soccer star, remembers a day in 1972 when he told his father that he was to be photographed by someone from a sports magazine. When Angelo heard this, he quickly came out from behind the bar and with great enthusiasm said, "Find the picture the photographer from LIFE magazine took of me in the war!!" He told Nick that he thought it was published, that he had a cigarette in his mouth, but he'd never seen it. Something about Nick's forthcoming photo shoot with a magazine photographer clearly struck a chord with his father.


None of Angelo's family had ever heard anything about his being photographed by someone from LIFE magazine. Nick recalls mentioning it to patrons in the bar, some of whom confirmed that somewhere they had seen a famous photograph of a World War II soldier. He viewed all the covers of LIFE at the Santa Fe Public Library, but found no such photograph featured on the cover (it was never published as a cover image). The family's curiosity never diminished, however, and Nick periodically picked up the trail of the mysterious photograph taken of his father during the war.



In 1991, Nick located a publication featuring the missing photograph; there it was: the image of his father with the cigarette on the cover of a book that Time-Life published called "LIFE - 50th Anniversary of World War II." He was overwhelmed with joy to finally see the published photograph made by the LIFE magazine photographer; the image was credited to W. Eugene Smith. The Klonis family proudly displayed it at both Evangelo's and the Mediterrean Café, which they also owned in Santa Fe. Almost immediately, patrons began to mention how they loved that image, and how it was a favorite among those documenting America at war. The significance of the photograph was becoming clear; Angelo's likeness was known worldwide, representing to many who viewed it all the soldiers who fought in World War II.


A few years later, Nick saw a second published photograph of his father, this time holding a canteen in his hands. This image (which we now know as "uncropped") showed several other soldiers around his father. This time it was featured in a book about WWII battles in Saipan, in the Pacific Theater, which bewildered Nick; his father never mentioned he was in Saipan - Europe, Africa, even Norway, but never Saipan.


In 1998, Marcia Tiede, Curatorial Associate and Cataloger from the Center for Creative Photography (CCP) at the University of Arizona in Tucson, visited Santa Fe and stopped for lunch at the Mediterranean Café. The CCP (www.creativephotography.org) holds the archive of photojournalist W. Eugene Smith with which Marcia was very familiar. Upon seeing the framed cover of the book featuring the Smith photograph, she asked the waitress why this was so prominently displayed and was told that the man featured in the photograph was the patriarch of the family that owned the restaurant. Within the same year, a project was to begin that would feature the Smith photograph; it was extremely fortuitous that a staff member at the CCP now knew where the soldier's family resided.


In 1998, Peter C. Bunnell, McAlpin Professor of the History of Photography and Modern Art at Princeton University, was commissioned by the United States Postal Service to determine a set of 20 individual images that best depicted Masters of American Photography. This page of stamps was the final offering in the USPS' "Classic Collection," and after four years of research and production was released with fanfare in June 2002; sixty million stamps were sold.



In Bunnell's final selection, W. Eugene Smith was included among such notable photographic artists as Ansel Adams, Imogen Cunningham, Alfred Steiglitz and Minor White. He selected Smith's photograph of the WWII soldier drinking from a canteen as best representing his body of work. The USPS's path to find the Klonis family and secure the necessary model release, pre-publication, was not quite so simple, however.


A business in Washington, D.C., called Photo Assist was contracted by the USPS Stamp Development Office to find the man featured in the Smith photograph in order to secure a model release. They contacted the CCP seeking permission, knowing Smith's archive was housed there, and Ms. Tiede was able to tell them to contact The Mediterranean Café in Santa Fe and speak with the family of the soldier prominently depicted in the Smith photograph. The Klonis family shared with me a copy of a letter from Photo Assist to the USPS stating, "per Marcia Tiede, Curatorial Associate and Cataloguer at the CCP Library, the soldier's name is Evangelo Klonis."


[NOTE: This letter, and other documents related to the publication of the Masters of American Photography, was obtained by the Klonis family though their attorney, Mr. Jere Corlett, who filed for its release under the Freedom of Information Act through which they filed for access to documents in March of 2005.]



Nick was informed of this project and told of the possible development of the photography stamp set and its confidentiality until its final approval. On September 14, 2001, the USPS requested the family's permission for Angelo's likeness to be featured in the Masters of American Photography stamp series, and was given a copy of the photograph with the canteen mocked up as a U.S. postage stamp, marked CONFIDENTIAL. The USPS asked Nick to verify that the man with the canteen was his father, which Nick confirmed and explained that more photographs of his father were in the Smith Archive at the CCP in Tucson. In 2002, Nick was again contacted by the USPS Stamp Development office and told the photography series was to be released and he could now reveal this to others. Nick was told "the Smith heirs anxiously awaited the Klonis family's permission to include this iconic Smith photograph in the Masters of American Photography series." They told Nick they did not have a budget to pay for the release, asking what might be acceptable to the family in exchange for their permission. They requested a set of first-edition stamps and the first poster to be released for marketing the series that featured the photograph of Angelo.


The family excitedly awaited the publication of the American Photography series. On June 13, 2002, the USPS held a celebration for the release of the stamp set at the Museum of Photographic Arts in San Diego, where the family was represented by Angelo's son Demos. Upon receipt of the promised poster promoting the stamp series, Nick proudly installed it in Evangelo's, a companion to the cover of LIFE. Comments and queries from patrons increased, many asking about the location and circumstances surrounding the photograph.


Nick became increasingly curious about his father's whereabouts during the war and began to research the authenticity of the caption. It was known at this point that Angelo was in Normandy during the early summer of 1944 (on Omaha Beach on D-Day) and Smith was in the South Pacific at about the same time. Nick contacted the Army to have his father's military records released, only to learn that in 1973 a fire had destroyed all related documents at the Army facility in St. Louis where they were purported to be held. Having reached a dead end for confirmation by the military that Angelo was in Saipan at this crucial time, Nick resumed his search elsewhere.


In the summer of 2004, Zig Jackson, a noted photographer whose work is represented by the Andrew Smith Gallery, happened across the street into Evangelo's and was immediately fascinated by the Smith photographs on the walls. He began talking with Nick about the images. Nick explained that he needed help identifying his father's whereabouts at the time Smith took the photograph. Jackson suggested that Nick contact James L. Enyeart, a respected author/curator and scholar of the history of photography. Enyeart lived in Northern New Mexico, had been a very close friend of Smith's (who passed away in 1971) and served for years as Director of the Center for Creative Photography where many of Smith's negatives and archive items are housed. Jackson thought Enyeart would be able to help Nick in his search for the facts about his father and the Smith photograph.


Nick contacted Jim Enyeart, who was very interested in the story of the Smith photograph. Soon afterwards, he and his wife Roxanne Malone had a wonderful time sharing stories with Nick and his mother Kiki. Enyeart reviewed the materials proudly displayed at Evangelo's, including family photographs, documentation of the quest for military records, and letters from the USPS Masters project among other items.



Enyeart concurred that it appeared that the man in the Smith photographs was Nick's father. Nick explained that he needed to submit a letter from an expert to LIFE who would affirm this. Based on the documentation and materials he reviewed, Enyeart agreed to write a statement certifying this fact, which was sent to the editors of the Time-Life Photo Library and Life magazine. Enyeart wrote, "I am unequivocally confident that the postal issue stamp of Smith's photograph is a portrait of Angelo Klonis...". Shortly thereafter, Enyeart suggested to Nick that he was interested in exploring the idea of writing a book about the two Smith photographs.

Having spent a great deal of time with Smith during his career, including the process of installing his archive at the Center for Creative Photography (he was with Smith when he died), Enyeart was the perfect person to continue this research. Soon afterwards, he commenced extensive discussions with the Klonis family and traveled to the Smith Archives at the CCP in the fall of 2004.


It was clearly documented that Smith had made the photographs in Saipan, not Normandy, so the challenge was to show that Angelo Klonis had somehow served in both World War II theatres. However, evidence that Angelo was serving in the Pacific Theater had yet to surface. Enyeart was increasingly curious about just what this soldier was involved with on behalf of the U. S. Army. What missions had he been on? Why were there no records? Circumstances have prohibited Enyeart from continuing to research and write the book, but he noted recently that Nick's continued research on his father "appears to have born great benefit in the identity of the photographs."


Spurred by Enyeart's scholarship and genuine interest in the project, in late 2004 the family searched for more clues to his military whereabouts. Among Angelo's Army memorabilia, Kiki found a monetary note from the Japanese government that was typically issued to soldiers in the Pacific Theater. The family had never before seen this currency, located at the bottom of a metal box. This was their first indication that Angelo may in fact have been in Saipan!


In early 2005, Enyeart made a second trip to the Center for Creative Photography to review and document the Smith contact sheets and notes from the film rolls featuring Angelo Klonis, particularly the full-frame image showing many people in the frame. Nick recalled this as the photograph from the book title he had seen years prior, featuring his father holding a cigarette in his mouth, standing with a group of men; he had not viewed this full-frame image since the chance viewing of the earlier book publication.


Enyeart observed that Smith's film notes stated, "I believe that the images 6-8 on Roll 10 on July 8, final days of Saipan Invasion, were 4th Division Marine PFC T. E. Underwood (24th Bat.) of St. Petersburg, Florida. A portrait of a weary warrior who has been through one of the toughest days of his life. And still at the moment the picture was taken under fire." Upon learning this, Nick strongly replied that it is his father in the image, not someone named Underwood!


Nick notes that the man featured in the Smith photos is obviously a swarthy, dark-skinned, dusky-looking Greek, not an Anglo. It is highly unlikely that he would have been an "Underwood" in the WWII generation of 55 years ago in America, when there was not as much intermarriage as there is today. "Remember," Jere Corlett says, "the armed forces were still segregated then."


In February of this year, Marcia Gonzales, Nick's longtime friend from Santa Fe who is now serving as Army Chief Warrant Officer Three, based in Washington, D.C., contributed research to this project, having the ability to research each Underwood who was in any branch of the military in any war. She identified only one, a T. E. Underwood, who had served in Vietnam. Nick obtained the phone number from the St. Petersburg, Florida, telephone directory and on March 31, 2005 called, asking the woman who answered if her husband ever served in the U.S. Army. She replied, "Yes, a WWII Vet." He learned Mr. Underwood had served in Europe and the Pacific, and that he passed away in 1998. Nick explained his curiosity, and asked if she minded if he sent her a photograph of his father in case she could identify him. Upon review of the photo, she regretfully informed him that this was not her husband and she did not know this man. Nick astutely asked if she would send him a photograph of her husband, to see if he is one of the men who appears with his father in the Smith photographs. Nick examined the photographs Mrs. Underwood sent of her husband during his military service, and compared them with the photographs of his father and with the other men featured in family snapshots from his father's war years. He enlarged the photos to review them carefully, and there it was - her husband was featured in the Klonis family snapshots!



Nick telephoned Mrs. Underwood on April 1st to tell her of his discovery and asked if she knew anything about her husband's military experience and whereabouts during WWII. She said her husband spent most of his time in Europe, but served in some special missions in the Pacific, especially in Saipan where he was almost killed. As Underwood told the story, if he had to run 20 more yards he would have died were it not for his "Greek buddy" who saved his life. She shared that her husband had longed to see his friend again. He thought Angelo was from New Mexico, but did not know where and couldn't remember his last name. In 1978, she and her husband traveled west from Florida to New Mexico, getting as far as Albuquerque on their quest, but alas they did not find his wartime companion. Throughout his lifetime, Underwood embraced all things Greek - food, music - and fondly remembering his wartime friend. After listening to her passionate story, Nick replied, "Mrs. Underwood, I am calling you from New Mexico and I'm Greek!" The connection was made.


Nick said he needed more time to look through his father's memorabilia in hopes of finding more photographs of her husband, calling her back with the news that "I think I have at least five photographs of your husband taken with my father!" Nick sent a selection to her to confirm, and she telephoned him right away to say, "Nick, the man with your father IS my husband!"


Her husband was not "T. E. Underwood" however; she said her husband often talked about how he would change his first initials because he hated to say his name was J. R., as he was teasingly called "Junior." Nick thought about this comment and replied that his dad said his Army buddies used to call him "Crazy Greek," which translated as "TRELOS ELLINAS" - "T. E." for short, and going forward T.E. was used as his nickname. Hence, we have T. E. Underwood noted in the Smith film records - a mixture of the two friend's names. (Mrs. Underwood told him that her husband had emphasized that on special missions they were instructed never to give their real names, hence the initials.)


Nick asked Mrs. Underwood if her husband talked to their family about his war years, explaining that his own father hadn't shared much and never discussed serving in the Pacific Theater. She graciously agreed to be interviewed for an affidavit and confirmed that she had learned from her husband that he and Angelo Klonis were on 13 secret missions together during their wartime service, including Saipan.


Enyeart reviewed all the materials relating to the Underwoods and concluded the puzzle has been solved and no questions remained. Between Mrs. Underwood's statement and the comparison of the Underwood and Klonis family photographs featuring the other soldiers, along with review of the Smith negatives, Enyeart concluded that Nick's father was in Saipan on a secret mission and is unquestionably featured in the famous photograph known throughout the world. Enyeart has since identified a second soldier in the Smith photographs who also appears in Klonis' family snapshots, further substantiating that Klonis was in Saipan at the time W. Eugene Smith was photographing under contract for LIFE magazine.


[NOTE: Jere C. Corlett notes that "Enyeart was able to make the identifications of the unnamed soldiers in the different photos by viewing and comparing the individuals in an uncropped version of the Smith cigarette photo which is available only at the Center (CCP) in Tucson. The uncropped photo shows two more soldiers that are not seen in all of the cropped versions which are published all around the world. Underwood has never been identified in any of the Smith photos by anyone who has viewed them and compared them with other photos. The only reference to Underwood was by [W. Eugene] Smith himself in 1944, which we have now proven to be a wrong identification. But the irony is that Smith's mistake has led us to Underwood's widow 56 years later, and the widow has given us conclusive proof that Underwood was not in any of the Smith photos."]


Nick informed the editors and archivists at the Center for Creative Photography and at LIFE magazine of Enyeart's conclusions. He again wished for the staff at LIFE to have confirmation from a respected member of the photography industry. Peter Howe, former Director of Photography for LIFE and Executive Editor of this e-magazine, was recently in Santa Fe to serve as a Portfolio Reviewer for Review Santa Fe (www.sfcp.org). I participated as a Reviewer at the event as well, and took Howe on a pilgrimage to meet Nick at Evangelo's and see the evidence for himself. Howe enjoyed the visit and concurred on the positive identification of Angelo and the other soldiers, and has agreed to talk to his colleagues and further confirm that the subject in the Smith photograph is Mr. Angelo Klonis.


Since the time of Mrs. Underwood's April 15, 2005 affidavit, Nick has found another clue - a photograph of a different soldier that appears in the Smith contact sheet, as well as in the Klonis family album. It has furthered his interest in continuing to research the stories of his father's fellow soldiers featured in Smith's photographs, in hopes of bringing their stories to light.


Angelo Klonis made immeasurable efforts to help the U.S. in the war effort; he died in 1989 never having viewed the photograph of himself that has become one of the most famous images of WWII. Here's hoping the Klonis family's efforts to learn of Angelo's legacy will inspire others to learn about their parent's war years.


Author's note:

Dirck Halstead, Founder and Editor of The Digital Journalist, was the keynote speaker at the recent "Creative Edge 2005" conference sponsored by the Santa Fe Center for Photography (www.sfcp.org). I told Dirck about the story of the Klonis family, encouraging him to do a story for this magazine. I took him to Evangelo's to meet Nick, and he returned a few days later to photograph Nick and his mother at the bar. After learning of James L. Enyeart's interest in this wonderful story, Dirck asked him if he'd be interested in writing a piece on the Klonis photograph for The Digital Journalist. Jim expressed his regrets due to time commitments and encouraged Dirck to invite this author to generate this story for his e-zine. I am grateful to Dirck for bringing this story to the public, to Jim for his confidence in my abilities, and most to all to the Klonis family who have treated me like a family member from the moment I met them.

© Mary Virginia Swanson
Discuss ANGELO KLONIS:
The Real-Life Story of an Army Soldier Turned American Icon in the forums

Σάββατο 23 Μαΐου 2009

Γερμανία: Αντιδράσεις για μια ευχή...


Από την ειδησεογραφία:
"Εξοργισμένοι είναι οι Τούρκοι της Γερμανίας με την προεκλογική αφίσα Γερμανικού Εθνικιστικού κόμματος για τις Ευρωεκλογές.

Στο προεκλογικό υλικό του NPD απεικονίζονται δύο Τούρκοι και ένας Αφρικανός πάνω σε ένα ιπτάμενο χαλί. Στην λεζάντα της φωτογραφίας αναφέρεται: «Καλό ταξίδι στην πατρίδα σας». Όπως ήταν φυσικό, η αφίσα έχει προκαλέσει τα 2,6 εκατομμύρια των Τούρκων που κατοικούν στην Γερμανία, οι οποίοι και ζητούν να αποσυρθεί η αφίσα.

Αντιδράσεις υπάρχουν όμως και στο εσωτερικό της Τουρκίας, αφού η είδηση φιλοξενείται και καυτηριάζεται από σύσσωμο τον Τουρκικό Τύπο."

Το όνειρο κάθε μετανάστη (όπως γνωρίζουμε από την ελληνική εμπειρία και τα τραγούδια για τον πόνο της ξενιτιάς) είναι η επιστροφή στην πατρίδα του. Πρέπει να είναι πολύ εμπαθής κάποιος για να προκληθεί από μια ειλικρινέστατη ευχή προς την εκπλήρωση του ονείρου του για καλό επαναπατρισμό...

Δευτέρα 2 Μαρτίου 2009

Ασχήμιες καρνάβαλων και λοιπών μασκαράδων

«κριτήριον ορθοδόξου φρονήματος αποτελεί η στάση του Χριστιανού έναντι του μοναχισμού» όσιος Ιουστίνος Πόποβιτς

Η γνωστή ματαιοπανήγυρις του παρόντος βίου, το καρναβάλι «μας ήλθε πάλι», όπως έλεγε παλιό σχολικό τραγουδάκι. Όπως κάθε χρόνο η πόλη της Πάτρας προσελκύει το ενδιαφέρον του «χειμαζομένου», όχι βέβαια από την οικονομική κρίση, αλλά από το …κρύο, λαού. (Η λέξη χειμάζομαι, σημαίνει κυριολεκτικά ότι υφίσταμαι τις ταλαιπωρίες του χειμώνα, τυραννιέμαι μεταφορικώς. Στην αρχαία Εκκλησία, «χειμαζόμενοι» ήταν όσοι χριστιανοί υπέπιπταν σε μεγάλα αμαρτήματα και παρέμειναν, χειμώνα – καλοκαίρι, εκτός του ναού την ώρα της Θείας Λειτουργίας, για να μετανοήσουν. Στην κατάσταση που βρισκόμαστε αυτή την εποχή ως λαός, θα πρέπει να παραμείνουμε πολλούς χειμώνες… «χειμαζόμενοι», ώστε να συνέλθουμε και να έλθουμε «εις εαυτόν»).

Ως γνωστόν σ’ αυτό το παρδαλό πανηγυράκι της Πάτρας, παρελαύνουν κάποια «άρματα», ομού με «αρματωμένους» αρλεκίνους και λοιπούς τζιτζιφιόγκους, τα οποία διακωμωδούν και καυτηριάζουν επίκαιρα γεγονότα. Επιλέγουν, δηλαδή, οι εμπνευστές τους ένα θέμα της δημοσιότητας, το οποίο «ένιωσε» το Πανελλήνιον, «μεταμφιέζουν» αναλόγως το «άρμα» και το αργοσέρνουν θριαμβικά στους πατρινούς δρόμους. Φέτος, όπως μαθεύτηκε, οι καρναβαλικές λοιδορίες θα στραφούν κατά του Αγίου Όρους. Κεντρικό θέμα του καταναλωτικού αυτού υποπροϊόντος, της αποχαυνωτικής, εισαγόμενης από την Δύση, σαχλαμάρας, που ονομάζεται καρναβάλι, θα είναι η μονή Βατοπαιδίου. (Εξαιρώ τα παραδοσιακά δρώμενα από την παρούσα κριτική μου, αν και αυτά έχουν απωλέσει τον αυθορμητισμό και αθωότητά τους).

Η πρόθεση των διοργανωτών για διαπόμπευση του μοναχισμού, του Αγίου Όρους και της Ορθόδοξης Εκκλησίας γενικότερα, έγινε γνωστή και υπήρξε αντίδραση απ’ όλες τις μονές του Αγίου ΄Ορους, από πιστούς πολίτες, από ανθρώπους που θλίβονται για την κατάντια ενός ολόκληρου λαού, που δεν διστάζει να διασύρει τα όσια και τα ιερά του. Μάλιστα υπήρξε προσφυγή στην Δικαιοσύνη, όμως στα πλαίσια της υποτίθεται ελευθερίας της «τέχνης», απορρίφθηκε. Είναι γνωστό πως όλοι οι αποτυχημένοι, οι ατάλαντοι, οι συμπλεγματικοί, που υποδύονται τους «απελευθερωμένους» καλλιτέχνες, για να τους προσέξουν, καταφεύγουν σε αρρωστημένες και φτηνιάρικες «δημιουργίες».
Τα τελευταία χρόνια, εκτός από τα γνωστά σκουπιδοσεξουλιάρικα θέματα, στοχοποιούν, πάλι για εντυπωσιασμό, «πατρίδαν και πίστιν». Υπό το πρόσχημα του μεταμοντέρνου (μηδενισμού), κυριάρχησε στην «τέχνη» το τιποτένιο, το ασήμαντο, το ευτελές, το πρόστυχο, το βλάσφημο. (Θυμίζω εκείνο το εκνηπιαστικής υφής γραπτό έμεσμα του Ανδρουλάκη, μια έκθεση «νεοποχίτικης» τέχνης, όπου ένα δίποδο ξερατό από το Βέλγιο πρόσβαλλε τον Τίμιο Σταυρό, ένα άλλο βαρβαρώδες επινόημα, στο οποίο εξευτελιζόταν ο Εθνικός μας Ύμνος.
Η διαστροφή και η βλακεία, βαφτίζονται τέχνη και, όπως έλεγε ο Κόντογλου, «είναι να φράζει κανένας τα μάτια του. Όλα αυτά τα πασαλείμματα απάνω στους μουσαμάδες, που λέγονται έργα ζωγραφικής, όλα αυτά τα παλιοσίδερα ή τα νταμαροκοτρώνια που παρουσιάζονται σαν έργα γλυπτικής σε κάνουν όχι μονάχα ν’ αηδιάσεις για το κατάντημά μας, αλλά και να θυμώσεις για την αδιαντροπιά που φανερώνουν αυτά τα τερατουργήματα»).

Η γελοιοποίηση όμως του μοναχισμού δεν αποτελεί απλώς αδιαντροπιά, είναι ανοσιούργημα, ιεροσυλία. Ό,τι και να έκανε ο ηγούμενος της μονής Βατοπαιδίου (η Δικαιοσύνη δεν έχει ακόμα αποφανθεί), δεν δικαιολογείται αυτή η αισχρή πολεμική κατά του Αγίου Όρους. Δεν έχουμε το δικαίωμα, είναι εσχάτη πλάνη και ανομία, να καταρρακώνουμε εμείς οι Έλληνες, μ’ αυτόν τον χυδαίο τρόπο, την Εκκλησία, το πατροπαράδοτο σέβας. που όλοι οι σοβαροί ιστορικοί αναγνωρίζουν ότι στάθηκε κυριολεκτικά «ελληνοσώτειρα» τα φοβερά χρόνια της δουλείας. Στην αρχαία Ελλάδα, την οποία επικαλούνται πολλοί «δημοκράτες», η βεβήλωση του ιερού, τιμωρούνταν με την ποινή του θανάτου. Υπήρχε η «ιεροσυλίας γραφή» και ο ιερόσυλος, αφού δημευόταν η περιουσία του, θανατωνόταν και ενταφιαζόταν εκτός των ορίων της πόλεως. (Το θέμα πραγματεύεται ο Λυσίας στον «υπέρ Καλλίου ιεροσυλίας» λόγο του). Γι’ αυτό μεγαλούργησαν οι πρόγονοί μας. Το πρώτο ρητό που δίδασκαν στους μαθητές ήταν το «θεούς σέβου και θεούς τίμα». Τώρα την ασέβεια την κάνουμε και τηλεοπτικό (κοπρο)-θέαμα.

Ο καθηγούμενος της Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, αρχιμανδρίτης Γεώργιος σημειώνει σε μια επιστολή του για το θέμα αυτό: «Η διακωμώδησις της Εκκλησίας και ο διασυρμός του τιμημένου Μοναχικού Σχήματος, θεσμών που σέβεται και τιμά ευλαβικά η συντριπτική πλειοψηφία του λαού μας, παρά τα τυχόν ανθρώπινα λάθη των εκπροσώπων τους, είναι ό,τι χειρότερο σε μια χρονική συγκυρία που όλα στην Πατρίδα μας δείχνουν ότι χρειαζόμαστε εθνική ομοψυχία και συμπαράταξη απέναντι στους πολλούς εξωτερικούς κινδύνους και στους αδυσώπητους εσωτερικούς κραδασμούς…».
Το θέμα της μονής Βατοπαιδίου το «φούσκωσαν» οι τηλεΰαινες και οι «συνασπισμένοι» εκκλησιομάχοι. Πολεμούν την Εκκλησία, όχι γιατί τους έπιασε ο καημός της κάθαρσης, αλλά γιατί γνωρίζουν πως ο διασυρμός της πίστης επιφέρει χαλάρωση, αποκοιμίζει ηθικά αντανακλαστικά, σκοτίζεται η κρίση, οπότε ο εν συγχύσει και απελπισία ευρισκόμενος πολίτης, θα στραφεί σ’ αυτούς, που δήθεν ευαγγελίζονται «πνεύμα και ηθική». Μιλάμε όμως για την Εκκλησία μας, που «σε πολλές κρίσιμες ώρες το ράσο της στάθηκε η εθνική σημαία της Ελλάδας» και αυτό το τιμημένο ράσο θα το ενδυθούν κάποιοι τρισάθλιοι και θα παρελαύνουν μαζί με τις εισαγόμενες γυμνοβραζιλιάνες, ξεχνώντας πως «αν υπάρχουμε σήμερα σαν ελληνική φυλή, είναι γιατί κρατηθήκαμε από το άμφιο της θρησκείας μας όλα αυτά τα χρόνια». (Μυριβήλης).

Δυστυχώς και εδώ στο Κιλκίς οι διοργανωτές της καρναβαλικής ασυδοσίας φρόντισαν να την ονομάσουν με λογοπαίγνιο που παραπέμπει σαφώς στη μονή Βατοπαιδίου. «Οι πειρατές της Βα(λ)τοπεδικής». Προφανώς θα φορέσουν ράσα, για να τα χλευάσουν, θα καγχάσουν για το «κατόρθωμά» τους, για τα μασκαραλίκια τους.

Θα κλείσω με μια παράκληση που περιλαμβάνεται σε επιστολή μοναχών της μονής του Αγίου Σάββα Ιεροσολύμων. Όσοι πιστοί ας την υιοθετήσουν: «Παρακαλούμε θερμώς όσους πιστούς ακόμη αγωνίζονται στους προμαχώνες του Γένους και της Πίστεως, ξεπερνώντας φόβο και ανθρωπαρέσκεια, αλλά και όσους θέλουν να βλέπουν τα γεγονότα βαθύτερα από τις τηλεοπτικές κάμερες και διαχρονικότερα από εφήμερους γελοιασμούς, να αντιληφθούν τους συμβολισμούς, τις συγκυρίες και τους σκοπούς μιας τέτοιας πάνδημης βλασφημίας στην οποία παρασύρονται οι συμπατριώτες μας και να ασκήσουν πειθώ μετερχόμενοι κάθε ειρηνικό και νόμιμο μέσο για την αποτροπή της. Και αν τίποτε δεν κατορθωθεί, να απόσχουν παντελώς κάθε καρναβαλικής εκδηλώσεως, παρακαλώντας με δάκρυα το έλεος του Θεού».

Δημήτρης Νατσιός
δάσκαλος
Κιλκίς

Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2009

Το Google Αρνείτε Την Ανακάλυψη Της Ατλανίδος

Google Rejects 'Atlantis' Discovery

Google says its new underwater search engine didn't actually find Atlantis, shooting down fervent speculation that the technology had discovered the fabled sunken city.
Google Earth images showing what resembled a grid of streets on the ocean floor off the coast of Africa sparked an intense debate over the identity of the unusual underwater discovery.
Several news services, including London's the Sun and the Telegraph, questioned whether it may be Atlantis, the legendary island described by Greek philosopher Plato. "It looks like an aerial map of Milton Keynes," British aeronautical engineer Bernie Bamford, who first spotted the pattern, told the Sun. "It must be man-made."
Atlantis experts told the papers that the strange criss-cross design is located at one of the possible sites of the storied city. Dr. Charles Orser, curator of historical archeology at New York State University and a leading expert on Atlantis, called the grid "fascinating."
According to CNet, Google shot down the Atlantis suggestion, saying the tracks were actually left by boat sonar.
"It's true that many amazing discoveries have been made in Google Earth, including a pristine forest in Mozambique that is home to previously unknown species and the remains of an ancient Roman villa," the company said in a statement. "In this case, however, what users are seeing is an artifact of the data collection process. Bathymetric (or sea floor terrain) data is often collected from boats using sonar to take measurements of the sea floor. The lines reflect the path of the boat as it gathers the data."
But Google's dismissal didn't stop the debate on such sites as Facebook and Digg. "OMG, this is incredible!" one blogger wrote on Digg. "I smell a cover-up."
According to Plato, Atlantis sank into the ocean "in a single day and night of misfortune" after a failed attempt to invade Athens around 9400 BC.

Το ερώτημα είναι τι ανκάλυψαν εκεί και τώρα προσπαθούν να το κρύψουν, λέγοντας ότι δεν είναι η Ατλαντίδα;
Τα αρχαία γραπτά μας έχουν αφήσει στοιχεία που αποδυκνείουν που βρίσκεται η Ατλαντίδα.
Εκεί που βρίσκετε η Ατλαντίδα, σε όλους του χάρτες τα νερά χρωματίζονται με πιο ανοιχτό γαλάζιο σε αντίθεση με τα βαθιά νερά που χρωματίζονται με πιο σκούρα.
Πως ακριβώς εξηγείτε στην μέση του Ατλαντικού να έχουμε γαλάζια νερά (σημαίνοντας λίγο βάθος) αν δεν είναι η Ατλαντίδα που έχουν αναφέρει οι αρχαίοι Έλληνες αλλά και οι επιστήμονες;